ανανέμω

ανανέμω
ἀνανέμω και ποιητ. ἀννέμω (Α) [νέμω]
1. διανέμω εκ νέου, ξαναμοιράζω
2. διαβάζω, απαγγέλλω
3. μέσ. κάνω αρίθμηση, υπολογίζω, λογαριάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀννείμῃ — ἀνανέμω distribute aor subj mid 2nd sg ἀνανέμω distribute aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄννεμε — ἀνανέμω distribute pres imperat act 2nd sg ἀνανέμω distribute imperf ind act 3rd sg (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανεμέεται — ἀνανέμω distribute fut ind mid 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανείμασθαι — ἀνανέμω distribute aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανέμειν — ἀνανέμω distribute pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανέμεσθαι — ἀνανέμω distribute pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀννέμειν — ἀνανέμω distribute pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”